σαιζλόγκ

σαιζλόγκ
η
βλ. σεζλόγκ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαιζλόγκ — και σεζλόγκ, η, Ν είδος αναπαυτικής πολυθρόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chaise longue < chaise «καρέκλα» + longue «μακριά»] …   Dictionary of Greek

  • ξαπλώστρα — η αναπαυτική πολυθρόνα στην οποία ξαπλώνει κάποιος, ξαπλωτήρα, σαιζλόγκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλώνω + κατάλ. στρα (πρβλ. κρεμά στρα, ξύ στρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”